Λίγα λόγια για τη διάλεξη

Η επαρκής συζήτηση των ρωμαϊκών, ελληνικών και χριστιανικών πτυχών του Βυζαντίου (πώς τις βίωσαν οι Βυζαντινοί κατά τη διάρκεια μιας χιλιετίας, πώς άλλοι μεσαιωνικοί πολιτισμοί και η νεωτερικότητα αντιλήφθηκαν αυτές τις ιδιότητες του βυζαντινού πολιτισμού) είναι ένα εγχείρημα που θα κατέληγε σε ένα ογκώδες ή – ίσως και πολύτομο -- βιβλίο. Σε μια προσπάθεια να συμπιεστούν μεγάλα θέματα στο πλαίσιο μιας διάλεξης προτείνω μια ταπεινή εναλλακτική λύση: ένα κείμενο θεμελιώδες για την καθιέρωση των βυζαντινών σπουδών ως σύγχρονου ακαδημαϊκού κλάδου στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιείται ως καθρέφτης του πεδίου εκείνης της εποχής, ιδίως όσον αφορά σε έναν περιορισμένο αριθμό σημαντικών θεμάτων που ανασκύπτουν στη σύγχρονη ιστοριογραφία του Βυζαντίου: την περιοδολόγηση, τον ρωμαϊκό αυτοπροσδιορισμό, τη χριστιανική ταυτότητα και τη σχέση με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν. Τα στοιχεία αυτά συγκρίνονται με τον τρόπο με τον οποίο η έρευνα προσεγγίζει τα ίδια ζητήματα τον 21ο αιώνα. Η σύγκλιση και οι διαφορές τους οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον των βυζαντινών σπουδών. Η διάλεξη θα γίνει στα αγγλικά.

Η διάλεξη θα επαναληφθεί στα ελληνικά την Πέμπτη 22 Μαΐου στο αμφιθέατρο Μελίνα Μερκούρη του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στις 19.30 (Λ. Στρατού 2, Θεσσαλονίκη), σε συνδιοργάνωση της Γενναδείου Βιβλιοθήκης με το Σωματείο Φίλων του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού.

Λίγα λόγια για την ομιλήτρια

Η Μαρία Μαυρουδή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Φιλολογία στο πανεπιστήμιο της πόλης της. Για το διδακτορικό της εστίασε στις βυζαντινές σπουδές στο Harvard. Αυτή τη στιγμή διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Berkeley. Η επιστημονική δουλειά της ξεκίνησε με τη μελέτη μίας βυζαντινής ονειροκριτικής πραγματείας του 9ου ή 10ου αιώνα με ολοφάνερο χριστιανικό περιεχόμενο που είναι γνωστή με τον τίτλο Ονειροκριτικόν του Αχμέτ. Ήδη κατά το Μεσαίωνα, αυτό το βυζαντινό κείμενο είχε μεταφραστεί στα λατινικά, παλαιογαλλικά, και άλλες ευρωπαϊκές καθομιλούμενες γλώσσες. Η παλαιότερη έρευνα θεωρούσε το Ονειροκριτικόν του Αχμέτ ως βυζαντινό εφεύρημα, εν μέρει βασισμένο στο Ονειροκριτικό του Αρτεμιδώρου (ένα ειδωλολατρικό κείμενο του 2ου μ.Χ. αιώνα) που σε ορισμένα κεφάλαιά του προσποιείται ότι χρησιμοποιεί ισλαμικές πηγές. Η κυρία Μαυρουδή εξήγησε ότι πρόκειται για χριστιανική ελληνική προσαρμογή αραβικού ισλαμικού υλικού και ότι ανήκει σε μια σειρά από κείμενα που μεταφέρθηκαν από τα αραβικά και περσικά στα ελληνικά ανάμεσα στον ένατο και τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Εδώ και 30 χρόνια, η δουλειά της διασαφηνίζει τη θέση αυτών των μεταφράσεων στα πλαίσια της βυζαντινής γραμματείας, καθώς και το ρόλο που έπαιξε ο βυζαντινός πνευματικός πολιτισμός για τη διαμόρφωση της δυτικοευρωπαϊκής και ισλαμικής σκέψης. Κάτι τέτοιο απαιτεί να επανεξετάσουμε το ρόλο της ελληνικής αρχαιότητας στη μεσαιωνική ελληνική, λατινική, και αραβική γραμματεία, καθώς και την υποτιθέμενα περιθωριακή θέση του Βυζαντίου σε σχέση με τον υπόλοιπο μεσαιωνικό κόσμο.